- καταπότης
- καταπότης, ὁ (Α)λάρυγγας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -πότης (< πότης < πίνω), πρβλ. προ-πότης, συμ-πότης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπότης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταποτῶν — καταπότης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπότην — καταπότης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπότι — το (AM καταπότιον) [καταπότης] φάρμακο από ζυμωμένες στερεές ουσίες σε σχήμα σφαιριδίου που δίνεται για εσωτερική χρήση και λαμβάνεται με κατάποση, χάπι … Dictionary of Greek
καταπότου — κατάποτον pill neut gen sg καταπότης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)